- μαρμαροστρωμένος
- η, ο см. μαρμαρόστρωτος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρμαρωτός — ή, ό (AM μαρμαρωτός, ή, όν) [μαρμαρώνω] ο επιστρωμένος με μάρμαρο, μαρμαροστρωμένος … Dictionary of Greek
μαρμαροστρώνω — μαρμαρόστρωσα, μαρμαροστρώθηκα, μαρμαροστρωμένος, στρώνω κάτι (δάπεδο, τοίχο, αυλή κτλ.) με μάρμαρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)